γδύμνια — η η γύμνια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύμνια, με επίδραση τού γδύνω] … Dictionary of Greek
γύμνια — και γύμνια και γδύμνια, η 1. το να είναι κάποιος γυμνός 2. φτώχεια 3. έλλειψη δένδρων 4. λεηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός. Ο τ. γδύμνια* < γύμνια, με επίδραση τού γδύνω] … Dictionary of Greek